- ἀθαυμαστία
- ἀθαυμ-αστία, ἡ,A absence of wonder, Str.1.3.21: c. gen., 1.3.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθαυμαστία — ἀθαυμαστία, η (Α) [ἀθαύμαστος] έλλειψη θαυμασμού ή έκπληξης, το να μην εκπλήττεσαι για τίποτε … Dictionary of Greek
ἀθαυμαστίαν — ἀθαυμαστίᾱν , ἀθαυμαστία absence of wonder fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek